- πέρμιος
- -α, -ο- γεωλ. φρ. α) «πέρμια περίοδος» ή απλώς «πέρμιο» — η έκτη από τις έντεκα γεωλογικές περιόδους τής ιστορίας τού πλανήτη μας, κατά την οποία σχηματίστηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματοςβ) «Λεκάνη τού περμίου» — μεγάλη λεκάνη τών ΗΠΑ, που δημιουργήθηκε κατά το πέρμιο και το τριαδικό και φημίζεται για τα πλούσια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλ. Λεκάνη τού Τέξας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. permien (< Perm, περιοχή τής ανατολικής Ρωσίας + κατάλ. -ien)].
Dictionary of Greek. 2013.